- ζωοκλοπία
- ηβλ. ζωοκλοπή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωοκλοπή — και ζωοκλοπία, η κλοπή ζώου ή ζώων, ιδίως βοσκημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζωοκλοπή < ζω(ο) (ΙΙ)* + κλοπή. Μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες, ενώ η λ. ζωοκλοπία < ζωοκλόπος και μαρτυρείται από το 1848 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek